Δήμητρα Μανιφάβα
Υψηλό ποσοστό βασικής εκπαίδευσης, αλλά χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο δυναμικό στην Ελλάδα, στοιχεία των οποίων οι συνέπειες αποκαλύφθηκαν πιο έντονα κατά την πρόσφατη κρίση, ενώ αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στον δρόμο της ελληνικής οικονομίας προς την ανάκαμψη και τη βελτίωση.
Ακόμη δε και αν μέρος του ανθρώπινου δυναμικού διαθέτει δεξιότητες, αυτές ελάχιστη σχέση έχουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλή παραγωγικότητα, σπατάλη πόρων, αλλά και σε δυστυχισμένους εργαζόμενους.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, λοιπόν, ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μαζί με την Ισπανία μεταξύ των 28 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην κατάταξη του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων, τον οποίο καταρτίζει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), τα αποτελέσματα του οποίου παρουσιάζει και αναλύει σε ειδική έκθεσή του ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ).
Σε μια κλίμακα από 1-100, όπου το 100 είναι η καλύτερη επίδοση, η Ελλάδα βαθμολογείται μόλις με 23. Από την εξέταση, μάλιστα, των επιμέρους δεικτών –συνολικά 15– φαίνεται ακόμα εντονότερα αφενός το κενό στη συνεχή κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και αφετέρου η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στις υφιστάμενες δεξιότητες και στις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας γενικότερα.
Ετσι, η Ελλάδα επιτυγχάνει την υψηλότερη επίδοσή της (76) σε ό,τι αφορά την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου (υπό την έννοια ότι μικρό ποσοστό εγκαταλείπει το σχολείο), αλλά βαθμολογείται με… 0 στον δείκτη αντιστοίχισης προσόντων. Το τελευταίο σχετίζεται και με τη διαχρονική απαξίωση από την πολιτεία και την ελληνική κοινωνία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (όπως αυτή εφαρμόζεται με τον θεσμό των Επαγγελματικών Λυκείων – ΕΠΑΛ), ταυτόχρονα με την απουσία ενημέρωσης για τις προοπτικές των τεχνικών επαγγελμάτων. Ακόμη και σήμερα μεγάλη μερίδα των ελληνικών οικογενειών θέλει τα παιδιά να γίνονται γιατροί και δικηγόροι.
Βαθμό 0 παίρνει η Ελλάδα και ως προς τον δείκτη απασχόλησης εργατικού δυναμικού ηλικίας 20-34 ετών που αποφοίτησε πρόσφατα από την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τούτο οφείλεται όχι μόνο στην υψηλή ανεργία των νέων που μαστίζει τη χώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά στην απουσία σύνδεσης των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την περιορισμένη χρήση μεθόδων μάθησης με βάση την εργασία (π.χ. πρακτική άσκηση), οι οποίες διευκολύνουν τη μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση στην απασχόληση.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, η δυσκολία μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση είναι σημαντικό και συστηματικό πρόβλημα της Ελλάδας, υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί σημείο των καιρών, αλλά διαχρονικό και διαρθρωτικό πρόβλημα του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος.
Επίσης, ιδιαιτέρως χαμηλή είναι η συμμετοχή των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση και των εργαζομένων στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση με την Ελλάδα να βαθμολογείται με 10 στον συγκεκριμένο δείκτη.
Ο ΣΕΒ προτείνει 17 μέτρα για την αντιστροφή της εικόνας αυτής, τα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών με έμφαση στην πρακτική εφαρμογή των γνώσεων που παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα, ριζική βελτίωση του πλαισίου χρηματοδότησης της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, επανεισαγωγή του επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία, προσφορά θέσεων πρακτικής άσκησης από τις επιχειρήσεις.